- ἄλειφαρ
- ἄ-λειφαρ, ατος, Salböl; Fett; Pech zum Verkleben der Weinkrüge
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
άλειφαρ — ἄλειφαρ ( ατος), το (Α) [ἀλείφω] η λ. ήδη μυκην. 1. μύρο, αρωματισμένο λάδι για επάλειψη ή το λίπος που χρησιμοποιείται ιδίως στις επικήδειες προσφορές 2. πίσσα, ρετσίνι ή άλλη κολλώδης ουσία, που χρησιμοποιούνταν για τη σφράγιση τών οινοδόχων… … Dictionary of Greek
ἄλειφαρ — unguent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλειφάτων — ἄλειφαρ unguent neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείφασι — ἄλειφαρ unguent neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείφασιν — ἄλειφαρ unguent neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείφατι — ἄλειφαρ unguent neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλείφατος — ἄλειφαρ unguent neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλειφα — ἄλειφαρ unguent neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
άλειφα — ἄλειφα, το (Α) το άλειφαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τύπος τής λέξης ἄλειφαρ*] … Dictionary of Greek
Циклосоединения — Так называются соединения, структурные формулы которых (см. Химическое строение) заключают замкнутое кольцо атомов. Смотря по числу таких колец в формуле, различают соединения моно , би , три и т. д. циклические. Если кольцо составлено только из… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона